- θρασυμαχανος
- θρασυμάχανοςθρᾰσῠμάχᾰνος(μᾱ) дор. = θρασυμήχανος См. θρασυμηχανος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θρασυμάχανος — θρασυμά̱χανος , θρασυμήχανος bold in contriving masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασυμήχανος — και δωρ. τύπος θρασυμάχανος, ον (Α) αυτός που επινοεί τολμηρά σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. α μήχανος, πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek